Dictionary of Greek. 2013.
πέρροχος — περίοχος superior masc/fem nom sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοχος — ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α [περιέχω] 1. υπέροχος 2. υπέρτερος … Dictionary of Greek